Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ακυρωση

Τα εχω σκορπια αφησει στις τσεπες μου, 
σκοπιμα. 
Βillet, ticket, εισιτηριο. 
Σε καθε τσαντα μου βρισκω κι απο ενα, 
σε φουστες οταν χωνω τα χερια βαθια απ το κρυο, 
η απο αμηχανια,
τα βρισκω εκει. 
Ορθογωνια και τετραγωνα,
μισα και ολοκληρα,
χτυπημενα. 
Απομειναρια της παλιας ζωης μου.
Ειναι εκει, σκισμενα τσακισμενα εισιτηρια του μετρο,
ενθυμηματα τονωσεως, 
"καποτε το εκανα κι αυτο,"
κι ας εχω βαλτωσει λιγακι τωρα,
μονο λιγο, 
μονο για λιγο.
Billet, ticket, 
ακομα και εισιτηριο. 
Ακομα και εισιτηριο.


Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

οχυρο

Μια γκριζα μερα ηρθα και γυρεψα στο σπιτι σου καταφυγιο.
Με μια λαμψη συνενοχης στα ματια, αφατη, αφαντη τελικα,
και με μια κουραση στις κινησεις, μια αβεβαιοτητα που σε διακατεχει οποτε βρισκεσαι στο χωρο καποιου κατω απο αδιευκρινιστα αιτια.
Λιγο φιλος, λιγο γνωστος, λιγο γειτονας, λιγο σωσιβιο, ακομα δεν ξερω, ποτε δεν θα μαθω.
Δεν χρειαζεται.
Ετσι αβεβαια μου ανοιξες την πορτα, πισω απο χαμογελα ή μειδιαματα, κι αυτο ακομα με τηλεγραφηματα το λαμβανα. Ετσι αβεβαια.
Ετσι αβεβαια επιασα τον καναπε απεναντι σου, ασχημο σπιτι, σκεφτομουνα, αφιλοξενο, τα αψεντι παρτυ σου δεν ξερω αν τα εχασα σκοπιμα εν τελει.
Ετσι αβεβαια, βαριεστημενα, κι ομως, με κεφι, εξηγησε μου, ετσι επιασες τον καναπε απεναντι μου, αμφιβαλλω αν εγειρες στο μπρατσο σε ενδειξη ανεσης.
Σε κλιμα κατοχικο κλεισαμε κι οι δυο τα ματια κουρασμενοι κι αφησαμε το ραδιοφωνο
να μας γεμισει τα κενα με τα γεγονοτα που ετρεχαν εκεινες τις μερες του θυμου.
Φωτιες φυτεμενες σε σημεια γνωστα, οργες φουντωμενες σε γειτονιες συνηθισμενες απ αυτα.
Μας ειχε ηδη κουρασει η Αθηνα, την ειχαμε ηδη λατρεψει,
και τωρα σαν δυο αστοι γερασμενοι κουναγαμε το κεφαλι με πικρα και απορια.
Καπου εκει, λιγο πιο βεβαια, ξεγυμνωσα τα ποδια μου και κουρνιασα στον καναπε απεναντι σου.
Λιγο νανουρισμενη απ τον εκφωνητη, λιγο απογοητευμενη απο την παρουσια σου, λιγο ασφαλης με την παρουσια σου, σ αυτο το κλιμα το κατοχικο το αβεβαιο το γκριζο το προστατευμενο το χαρτινο το οχυρο.
Ισως γιατι το θελησες, ισως γιατι ενιωσες οτι το επιβαλει η στιγμη, εφερες μια κουβερτα και με σκεπασες, αραγε ηξερες οτι κρυωνα εντος;
Δεν ξερω ποσες ωρες εμεινα εκει, στον καναπε απεναντι σου.
Μετραω στα δαχτυλα τις φορες που σε ειδα, γλυκοπικρες παντα, αβεβαιες παντα.
Μοιραστηκαμε λιγα ποτηρια κρασι, λιγες συναυλιες, λιγες χιονομπαλες και λιγους φιλους, κι υστερα χωρισαμε κι εμεις τους δρομους μας, οπως συμβαινει συνηθως βεβαια.
Μα οτι κι αν ησουν, φιλος γνωστος η τιποτα, καποτε καναμε παρεα,
και χαμογελασα που σε θυμηθηκα βεβαια.