Ήταν άδεια η πόλη εκείνο το βράδυ
το θυμάμαι σα να τανε χθές.
Την άκουγα,
την ένιωθα,
κενή,
γεμάτη απο εμάς,
εμένα κι εσένα.
Ήταν άδεια η Πανεπιστημίου,
κι εμείς κατηφορίζαμε,
και ήταν όμορφη η Πανεπιστημίου,
δεν την είχα ξαναδεί,
όχι μαζί σου,
έτσι όπως με κράταγες,
έτσι όπως με κοίταγες,
όχι,
δεν τον ήξερα το δρόμο αυτό,
και ήταν άδεια η Πανεπιστημίου και όμορφη,
και δε μ ένοιαζε,
δεκάρα δεν έδινα,
εγώ γεμάτη την έβλεπα,
άδεια και επιβλητική,
και δε μ ένοιαζε, αλήθεια σου λέω.
Είναι άδεια η Πανεπιστημίου,
αδειάζει συχνά πυκνά,
τα βράδια πάντα άδεια είναι,
και ξέρεις, τα βράδια πάντα έρχονται,
ανελλιπώς,
πιστά τα βράδια τα άδεια,
μα τώρα με νοιάζει.
Είναι άδεια η Πανεπιστημίου
και πως με πειράζει αυτό.