Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Πανεπιστημίου

Ήταν άδεια η πόλη εκείνο το βράδυ
το θυμάμαι σα να τανε χθές. 
Την άκουγα, 
την ένιωθα,
κενή,
γεμάτη απο εμάς,
εμένα κι εσένα.
Ήταν άδεια η Πανεπιστημίου, 
κι εμείς κατηφορίζαμε,
και ήταν όμορφη η Πανεπιστημίου,
δεν την είχα ξαναδεί, 
όχι μαζί σου, 
έτσι όπως με κράταγες,
έτσι όπως με κοίταγες,
όχι, 
δεν τον ήξερα το δρόμο αυτό,
και ήταν άδεια η Πανεπιστημίου και όμορφη,
και δε μ ένοιαζε,
δεκάρα δεν έδινα,
εγώ γεμάτη την έβλεπα,
άδεια και επιβλητική,
και δε μ ένοιαζε, αλήθεια σου λέω.

Είναι άδεια η Πανεπιστημίου,
αδειάζει συχνά πυκνά,
τα βράδια πάντα άδεια είναι,
και ξέρεις, τα βράδια πάντα έρχονται,
ανελλιπώς,
πιστά τα βράδια τα άδεια,
μα τώρα με νοιάζει. 
Είναι άδεια η Πανεπιστημίου 
και πως με πειράζει αυτό. 

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

τα φωτα της πολης

Δέσμιοι
Δέσμιοι του κάθε μέρα και
δέσμιοι του επειδή.
Δέσμιοι της συνήθειας και του έτσι πρέπει και του έτσι είναι.
Κλειδωμένοι στα έγκατα της ψυχής μας,
μην ξεφύγει μιλιά,
μη σου πω σ αγαπώ και πεθάνω,
μη μου πεις και εγώ και χαθείς.
Πολιορκημένοι απο τα σύννεφα που σιγά σιγά μαζεύονται
και πως θα μείνουμε στεγνοί.
Εξαντλημένοι απο τους τοίχους που στενεύουν,
και κάθε βράδυ γυρνάμε σέρνοντας τα κορμιά μας βαριά και
ρυπαρά απο τα καυσαέρια της ζωής που μας ακουμπάει ξυστά,
γυρνάμε και ανάβουμε το φως,
οχι,
τα φώτα,
φώτα πολλά για να μη νιώθουμε μόνοι,
το φως του μπάνιου ανοιχτό,
και της τηλεόρασης,
και το φως απο το στέρεο
και το φως του υπολογιστή,
φως στο σαλόνι και φως στην κουζίνα,
και τριγυρνάμε στα δωμάτια,
και ψάχνουμε,
μανιωδώς,
κάτι κάτι κάτι να κάνουμε,
ανάβουμε τα φώτα να βλέπουν οι απέναντι οτι ζούμε,
υπάρχει άνθρωπος εδώ,
ακόμα,
άνθρωπος μόνος στο άγριο της πόλης που βραδιάζει.
Κι εσύ ένας τέτοιος,
σαν αγρίμι σε φαντάζομαι,
να σέρνεις τα πόδια σου μιλώντας στο τηλέφωνο ενω δε θέλεις,
μα έτσι έχεις επιλέξει ν αναπνέεις,
ακούς μουσικές απο δύο πλευρές
και πάλι δε χορεύεις,
πίνεις μπύρες και πάλι δε μεθάς,
ένας τέτοιος άνθρωπος,
μες στα σκοτάδια,
κι αντί να συρθείς μέχρι την πόρτα μου,
κουρασμένοι κι οι δύο,
να μου πεις έλα να κάψουμε τα φώτα της πόλης γιατί σε θέλω,
αντί γι αυτό
κλειδώνεις την πόρτα και κοιμάσαι μόνος. 

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

περαστικο

Δεύτερη μέρα στη δουλειά, 
και ο καιρός βάλθηκε να συμβαδίσει,
λες και δε θέλει να με προκαλέσει,
βρέχει, βρέχει, βρέχει.
Κι εγώ εδώ, σ ένα γραφείο, 
ούτε που ξέρω που είσαι, 
τι κάνεις,
περιμένω να με θυμηθείς
για να ξεχάσω οτι βρέχει.